Θλιβερές επιδόσεις αλλά και αξιοσημείωτες «πρωτιές» συγκεντρώνει η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των ασθενών με καρκίνο του μαστού, μέσα στο σύστημα υγείας, σε σύγκριση με εκείνη που γίνεται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που καταγράφηκαν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας «Δείκτης για τον Καρκίνο του Μαστού» (Breast Cancer Index) που αξιολογεί τα συστήματα υγείας των 28 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πέντε φάσεις της διαχείρισης της νόσου, από την πρόληψη μέχρι την ανακουφιστική φροντίδα. Στον «Δείκτη για τον Καρκίνο του Μαστού», η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση μεταξύ των 28 χωρών ενώ στις δύο πρώτες θέσεις ισοβαθμούν το Βέλγιο και η Σουηδία.

Τα σχετικά στοιχεία αποτυπώνουν όμως επιμέρους και τα ελληνικά παράδοξα, (και) σε αυτό το μείζον ζήτημα υγείας, παράδοξα βεβαίως που αφήνουν το στίγμα τους στους ασθενείς και τη δύσκολη διαδρομή που καλούνται να διανύσουν.

Έτσι, η χώρα μας φιγουράρει στην τελευταία θέση των 28 χωρών στην παρηγορητική φροντίδα των ασθενών με καρκίνο του μαστού, αλλά στη 2η θέση στη δαπάνη για τον καρκίνο του μαστού. Πρόκειται για ένα στοιχείο που δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό εκτός χώρας, αλλά απολύτως «ενταγμένο» στην ελληνική πραγματικότητα όπου πράγματι σε ένα σύστημα υγείας που δαπανά χρήματα για τους καρκινοπαθείς, δεν έχει φροντίσει για την παρηγορητική τους φροντίδα. Αναλόγως, στην προτελευταία θέση (27η) βρίσκεται η Ελλάδα στην ποιότητα των μητρώων καρκίνου – είναι χρόνια πληγή της χώρας ότι δεν διαθέτει μητρώα ογκολογικών ασθενών- αλλά είναι στην 1η θέση στον αριθμό των ακτινοθεραπευτών. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τους ογκολόγους που αναλογούν στον πληθυσμό πέφτει στην 15η θέση.

Με βάση την ικανοποίηση των ασθενών για την κάλυψη της ανάγκης για ακτινοθεραπεία η χώρα καταλαμβάνει την 9η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες ενώ με βάση τον χρόνο αναμονής για αξονική τομογραφία είναι  στην 13η θέση. Από πλευράς λειτουργίας εξειδικευμένων μονάδων μαστού η Ελλάδα βρίσκεται λίγο πριν τις τελευταίες θέσεις (23η) ενώ χαμηλή επίδοση έχει και σε ό,τι αφορά την έκβαση υγείας και την επιβίωση των ογκολογικών ασθενών. Τέλος, το κενό της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) αποτυπώνεται και στον πανευρωπαϊκό δείκτη Breast Cancer Index, καθώς η χώρα βρίσκεται σε υψηλή θέση (4η) αναφορικά με την πρόσβαση σε ιατρούς ειδικοτήτων χωρίς παραπομπή από γενικό γιατρό – το έλλειμμα των οποίων είναι μεγάλο παρά το γεγονός ότι το υπουργείο Υγείας επιμένει ότι υλοποιεί τη μεταρρύθμιση της ΠΦΥ και των γενικών (οικογενειακών) γιατρών.

Το ταξίδι των γυναικών με καρκίνο του μαστού

Ακόμη πιο σκληρή στα σημεία είναι η ελληνική πραγματικότητα για τις ασθενείς με καρκίνο του μαστού, με βάση συμπερασμάτων μελετών, όπως το «Ταξίδι των γυναικών με καρκίνο του μαστού», που έγινε από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής». Η μελέτη υποστηρίχθηκε από τη φαρμακευτική εταιρία Roche, όπως και η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία Breast Cancer Index.

Οι Ελληνίδες αναφέρουν σε ποσοστό 30,8% εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό, και σε ποσοστό 26,5% αναφέρουν εμπόδια στην πρόσβαση σε προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού με κύριους λόγους «πολύ απασχολημένη», «αμέλεια», «κόστος». Το 69,3% εντόπισαν ένα σύμπτωμα (κυρίως ψηλάφισαν όγκο στο στήθος), το οποίο τις έκανε να απευθυνθούν σε γιατρό, ενώ το 30,7% εντόπισε κάποιο πρόβλημα στον προληπτικό έλεγχο.

Τα κενά ξεκινούν όμως από την πρόληψη: το 75,8% των γυναικών γνώριζαν να κάνουν ψηλάφηση μαστού, εντούτοις το 49% δεν είχε κάνει ποτέ αυτοεξέταση μαστού. Το 33% δεν είχε επισκεφτεί ποτέ γιατρό για ψηλάφηση και το 35,7% δεν είχε κάνει ποτέ μαστογραφία.

Ως κυριότερα εμπόδια πρόσβασης σε γιατρό αναφέρονται η λίστα αναμονής για ραντεβού (17,1%), ότι δεν υπήρχε η ειδικότητα στον τόπο διαμονής (14,7%) και ότι η υπηρεσία υγείας ήταν σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο κατοικίας (12,3%). Το έλλειμμα των ψυχολόγων αποτυπώνεται στο ότι 1 στις 2 ασθενείς με καρκίνο του μαστού αναζήτησαν ψυχολογική υποστήριξη (κυρίως από συλλόγους ασθενών και ιδιώτες γιατρούς).

Μετ’ εμποδίων και με επισκέψεις σε αρκετούς γιατρούς γίνεται και η τελική διάγνωση: οι ασθενείς επισκέπτονται κατά μέσο όρο 2,9 γιατρούς (γυναικολόγο ή χειρουργό) μέχρι την επιβεβαίωση της διάγνωσης και 1,8 χειρουργούς για να επιλέξουν τον χειρουργό τους. Από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό μέχρι την παραπομπή για διερεύνηση πιθανότητας καρκίνου μεσολαβούν κατά μέσο όρο 18 ημέρες. Το 21% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να είχαν απευθυνθεί νωρίτερα σε γιατρό. Αποδίδουν την καθυστέρηση σε ψυχολογική άρνηση, άλλες υποχρεώσεις ή και φόβο.

Η οικονομική αιμορραγία των καρκινοπαθών

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της μελέτης του ΕΣΔΥ, τις δαπάνες θεραπείας καλύπτουν κατά κύριο λόγο τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και οι ίδιες οι ασθενείς με ιδιωτικές πληρωμές. Σε ποσοστό 91,4% χρησιμοποιούν το ασφαλιστικό τους ταμείο, το οποίο καλύπτει μερικώς ή ολικά τη δαπάνη θεραπείας. Ωστόσο, σχεδόν 8 στις 10 (ποσοστό 76,6%) αναφέρει ότι κάλυψε μέρος της δαπάνης είτε το σύνολο αυτής με ιδιωτικές πληρωμές.

Οι ιδιωτικές πληρωμές μπορεί να ξεπεράσουν τα 2.000 ευρώ ανάλογα με τη θεραπεία. Κατά μέσο όρο, τα νοικοκυριά κατέβαλλαν ιδιωτικές πληρωμές ύψους 4.700 ευρώ σε διάστημα 10,5 μηνών, που αντιστοιχεί στο μέσο χρόνο λήψης υπηρεσιών υγείας για τη διαχείριση της πάθησης. Οι υψηλές ιδιωτικές πληρωμές για τη διαχείριση του καρκίνου του μαστού οδήγησαν όμως το 47,3% των νοικοκυριών σε καταστροφικές δαπάνες όπως λέγονται οι δαπάνες για υγεία που είναι μεγαλύτερες του 20% του οικογενειακού εισοδήματος.

Περίπου 10% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα αναγκάστηκαν είτε να δανειστούν είτε να εκποιήσουν περιουσιακά στοιχεία. Η επιβάρυνση της οικογένειας είναι μεγάλη: 48% πλήρωσαν είτε για βοήθεια στο σπίτι είτε για φύλαξη των παιδιών, ενώ πριν δεν χρειαζόταν. Από τις εργαζόμενες ποσοστό  30% σταμάτησε να δουλεύει για κάποιο χρονικό διάστημα ή πήρε άδεια άνευ αποδοχών ενώ το 11% παραιτήθηκε από τη δουλειά του. Σε ποσοστό 35% δήλωσαν ότι μέλη της οικογένειάς τους χρειάστηκε να εγκαταλείψουν προσωρινά τη δουλειά τους, και 28,5% να μετακομίσουν από τον τόπο κατοικίας τους για να βοηθήσουν.

«Αν θέλουμε να θωρακίσουμε την αξία της φροντίδας υγείας στο μέλλον, θα πρέπει οι αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα να στηρίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία. Εργαλεία, όπως ο Δείκτης για τον Καρκίνο του Μαστού, τα οποία επιτρέπουν τη συγκριτική αξιολόγηση των συστημάτων υγείας, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στον εντοπισμό των σημείων, όπου απαιτείται παρέμβαση. Ειδικά όσον αφορά στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, είναι προφανές ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης των επιδόσεων της χώρας μας, μέσω παρεμβάσεων όπως η δημιουργία μητρώου καρκίνου, η έμφαση στην οργανωμένη πρόληψη, αλλά και η ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών για την ψυχολογική υποστήριξη και την ανακουφιστική φροντίδα των ασθενών» αναφέρει η καθηγήτρια Οικονομικών της Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας κυρία Ελπίδα Πάβη.