Συνολικά 5.895 πράξεις αναστολής υγειονομικών έχουν μέχρι στιγμής εκδοθεί και επιδοθεί ή βρίσκονται στη διαδικασία επίδοσης, μόνο στα νοσοκομεία, σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Υγείας.

Αντίστοιχες πράξεις εκδίδονται τόσο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας όσο και για άλλους φορείς του υπουργείου Υγείας. Η διαδικασία, όπως σημειώνουν πηγές της Αριστοτέλους, βρίσκεται σε εξέλιξη και τηρείται ακριβώς όπως ορίζει ο νόμος.

Γιατί το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή των υγεινομικών 

«Ο εμβολιασμός επιβάλλεται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από την εξάπλωση του κορωνοϊού στους νοσηλευομένους που αποτελούν ιδιαιτέρως ευπαθή ομάδα» η δε «εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των νοσοκομείων θα διαταραχθεί σε περίπτωση που νοσήσει από κορωνοϊό μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού». Αυτό αναφέρεται στο σκεπτικό των αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με τις οποίες απορρίπτονται οι αιτήσεις που είχαν καταθέσει γιατροί, νοσηλευτές και υπάλληλοι σε δομές υγείας, ζητώντας να «παγώσει» ο υποχρεωτικός εμβολιασμός τους και υποστηρίζοντας ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, λόγω του καθεστώτος αναστολής εργασίας στο οποίο τίθενται από σήμερα, ως ανεμβολίαστοι.

Ειδικότερα, οι αιτήσεις αναστολής των προσφευγόντων εργαζομένων στον χώρο της Υγείας, απορρίφθηκαν από την Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ η οποία σε σχηματισμό Ολομέλειας, με πρόεδρο τον Δημήτρη Σκαλτσούνη και με εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Βασίλειο Ανδρουλάκη, έκρινε εν ολίγοις ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν μπορεί να «παγώσει», διότι αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας υγείας.

Μάλιστα, με τις αποφάσεις που εξέδωσε για το θέμα αυτό η Επιτροπή Αναστολών (250-252/2021 ) απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων σύμφωνα με τους οποίους θα υποστούν ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη εξαιτίας της απώλειας της εργασίας τους, των αποδοχών τους, της ασφάλισής τους αλλά και της κοινωνικής τους υπόστασης.

Με τις αποφάσεις του ΣτΕ η επίκληση της ανεπανόρθωτης βλάβης που επικαλούνται οι προσφεύγοντες απορρίπτεται ως ισχυρισμός από τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς με την εξής αιτιολογία: «α) η βλάβη θα επέλθει με την έκδοση των πράξεων περί αναστολής καθηκόντων και όχι με τις προσβαλλόμενες, β) η βλάβη είναι οικονομική και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ανεπανόρθωτη, ενώ εξ άλλου η εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως έχει προσδιορισθεί σε σύντομη δικάσιμο, γ) αν οι αιτήσεις ακυρώσεως γίνουν δεκτές, οι μη καταβληθείσες αποδοχές θα καταβληθούν, δ) πέραν και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η βλάβη δεν δικαιολογεί την αναστολή, σταθμιζόμενη με το ότι ο εμβολιασμός επιβάλλεται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από την εξάπλωση του κορωνοϊού στους νοσηλευομένους που αποτελούν ιδιαιτέρως ευπαθή ομάδα, και το ότι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των νοσοκομείων θα διαταραχθεί σε περίπτωση που νοσήσει από κορωνοϊό μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού».

Επιπλέον, με τις αποφάσεις της η Επιτροπή Αναστολών έκρινε πως «από τις διατάξεις των άρθρων 206 και 207 του ν. 4820/2021: α) προκύπτει ότι ο νομοθέτης μερίμνησε για την περίπτωση κενών στο προσωπικό λόγω αναστολών εργασίας, με την πρόσληψη συμβασιούχων με συμβάσεις τρίμηνης διάρκειας και β) δεν προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναστολής καθηκόντων, διακόπτεται η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του προσωπικού».

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί πως το όλο θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού θα κριθεί οριστικά από το ΣτΕ όταν εκδικασθούν οι αιτήσεις ακύρωσης που έχουν κατατεθεί για το όλο ζήτημα. Υπενθυμίζεται ότι η ΠΟΕΔΗΝ έχει καταθέσει στο ΣτΕ (και) αίτηση ακύρωσης κατά της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών εργαζομένων στο χώρο της υγείας, η οποία έχει προσδιοριστεί να εκδικασθεί στις 8 Οκτωβρίου. Την ίδια ημέρα, εξάλλου, έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στο ΣτΕ και ανάλογη αίτηση ακύρωσης υπηρετούντων στην ΕΜΑΚ.

Η ΠΟΕΔΗΝ, μεταξύ άλλων, στην αίτηση ακύρωσης που έχει καταθέσει στο ΣτΕ υποστηρίζεται ότι πριν την θέσπιση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στον χώρο της Υγείας και των Δομών Κοινωνικής Πρόνοιας δεν υπήρξε επιστημονική και επιδημιολογική τεκμηρίωση για την αναγκαιότητα λήψης ενός τέτοιου μέτρου, όπως εξάλλου θεωρεί επιβεβλημένο η Επιτροπή Βιοηθικής και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αλλά και η υφιστάμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακόμη επισημαίνει πως, με το υπό κρίση μέτρο, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας καθώς δεν εξετάστηκε καν η λήψη ηπιότερων μέτρων, όπως η υποχρεωτική προσκόμιση διαγνωστικού τεστ, για όσους δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν.