Στα προπύργιά του στην πρώην Ανατολική Γερμανία το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) προσπαθεί να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους από μια άλλη δεξαμενή: τους αντιπάλους των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί εξαιτίας της covid-19, χάρη στους οποίους ελπίζει την Κυριακή να κερδίσει το πρώτο του κρατίδιο, τη Σαξονία- Άνχαλτ.

«Το να στέλνουν τόσους ανθρώπους στη φτώχεια με τόσα λίγα κρούσματα αποτελεί πρόβλημα κατά τη γνώμη μας», δηλώνει ο Όλιβερ Κίρχνερ, επικεφαλής του ψηφοδελτίου του AfD στη Σαξονία- Άνχαλτ, ο οποίος είναι εξοργισμένος με τον τρόπο που η κυβέρνηση της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ διαχειρίστηκε την πανδημία.

Το AfD ιδρύθηκε το 2013 με ευρωφοβικά και ισλαμοφοβικά συνθήματα και πλέον βασίζεται στο κίνημα κατά της μάσκας, το οποίο έχει μεγάλη δυναμική στη Γερμανία, για να κερδίσει την Κυριακή τις πρώτες του περιφερειακές εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν να δίνει μάχη στήθος με στήθος με τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Δημοσκόπηση της γερμανικής εφημερίδας Bild το εμφανίζει μάλιστα στην πρώτη θέση με 26%, έναντι 25% για το κόμμα της Μέρκελ.

Το 2016 το CDU είχε κερδίσει τις εκλογές στη Σαξονία- Άνχαλτ με ποσοστό 30% και κυβερνά το κρατίδιο σε συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και τους Πράσινους.

«Καταστροφή»

Στο Μαγδεμβούργο, πρωτεύουσα της Σαξονίας- Άνχαλτ, όπου κάποιοι ζωγράφισαν στις προεκλογικές αφίσες του Κίρχνερ χιτλερικό μουστάκι και το σύνθημα «ποτέ ξανά», μια νίκη του ακροδεξιού κόμματος θα αποτελέσει «καταστροφή», εκτιμά ο 57χρονος ιδιοκτήτης κάβας Γιαν Μπούμαν«Η πανδημία έδειξε ότι χρειαζόμαστε νέες ιδέες. Έχουμε ανάγκη τους νέους, έχουμε ανάγκη δυναμισμού. Για εμένα, το AfD δεν εκπροσωπεί αυτό», τονίζει.

Η φθορά της εξουσίας και μια σειρά σκανδάλων που συνδέονται με την αγορά μασκών έχουν πλήξει τους Χριστιανοδημοκράτες, που κυβερνούν τη Γερμανία εδώ και 16 χρόνια. Μια νίκη του AfD θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα για τους συντηρητικούς, μόλις τέσσερις μήνες πριν τις γενικές εκλογές που θα σηματοδοτήσουν το τέλος της εποχής Μέρκελ. Το 2017 το ακροδεξιό κόμμα, που είχε κινητοποιηθεί κατά της πολιτικής υποδοχής μεταναστών από τη Συρία και το Ιράκ την οποία είχε προωθήσει η Γερμανίδα καγκελάριος, κατάφερε να εισέλθει για πρώτη φορά στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης.

Λόγω της διαμάχης μεταξύ των επικεφαλής του και της πιο ακραίας πτέρυγας του κόμματος, που ωστόσο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην πρώην Ανατολική Γερμανία, το AfD έχει αποδυναμωθεί σε εθνικό επίπεδο και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει το 10% με 12%, πολύ πίσω από το CDU ή τους Πράσινους, που συγκεντρώνουν περίπου το 25%. Το AfD «είναι το μόνο κόμμα που λέει τα πράγματα όπως είναι», δηλώνει ο Χανς- Γιόαχιμ Πέτερς, 73 ετών, από το Μαγδεμβούργο.

Οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει «να σκέφτονται λιγότερο την Ευρώπη και περισσότερο τη Γερμανία», καταγγέλλει την ώρα που διανέμει φυλλάδια του κόμματος. Τα φυλλάδια καλούν σε «αντίσταση» και ζητούν «το τέλος όλων των αντισυνταγματικών περιορισμών των ελευθεριών μας» που επιβλήθηκαν λόγω της υγειονομικής κρίσης.

«Αγανάκτηση»

Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Χάγιο Φούνκε του Freie Univeristat του Βερολίνου, η βασική ισχύς του AfD στην πρώην Ανατολική Γερμανία συνδέεται κυρίως με «την αγανάκτηση» λόγω της επανένωσης της χώρας πριν 30 χρόνια. Η αντίθεση του κόμματος στα μέτρα για την ανάσχεση της cοvid-19, τροφοδοτεί τον αντικαθεστωτικό του λόγο και προσελκύει νέους οπαδούς, σημειώνει ο ίδιος.

Ο Φούνκε προβλέπει ότι το AfD θα προσελκύσει στη Σαξονία- Άνχαλτ τους ίδιους ψηφοφόρους με το 2016, όταν το κόμμα είχε συγκεντρώσει το 26% των ψήφων. «Κάποιοι το εγκατέλειψαν διότι το κόμμα είναι πολύ ακραίο, κάποιοι ακραίοι που δεν το ψήφισαν θα το ψηφίσουν τώρα και κάποιοι από όσους είναι κατά των μασκών επίσης θα επιλέξουν το AfD», εξηγεί.

Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας βρίσκονται στην πρώτη θέση των ανησυχιών των ψηφοφόρων, σύμφωνα με την έκθεση για την κατάσταση του κρατιδίου το 2020, πάνω ακριβώς από τη μετανάστευση. Η υποδοχή πολλών μεταναστών στη Γερμανία παραμένει στα μάτια πολλών κατοίκων της Σαξονίας- Άνχαλτ σοβαρό πρόβλημα, τονίζει ο Κίρχνερ, «Ποιος θα ανοικοδομήσει τη Συρία; Ποιος θα το κάνει αν όλοι έρχονται εδώ;», διερωτάται.