Η πρόσφατη δημοσίευση του νέου καταλόγου αποζημιούμενων σκευασμάτων, της λεγόμενης Θετικής Λίστας φαρμάκων, από το Υπουργείο Υγείας αποτελεί ένα θετικό βήμα με στόχο την έγκαιρη και προσιτή πρόσβαση των ασθενών στην Ελλάδα σε καινοτόμες θεραπείες.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι καινοτόμες θεραπείες έφθαναν με αρκετή καθυστέρηση στην Ελλάδα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τους ασθενείς και τους οικείους τους. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων1, την περίοδο 2015 έως 2018, από τα 172 φάρμακα που έλαβαν συνολικά έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, μόλις τα 69 μπήκαν στη θετική λίστα στη χώρα μας. Πρόκειται για αριθμό που έφερνε την Ελλάδα αισθητά πίσω από το μέσο όρο της Ε.Ε., που είναι 85 σκευάσματα τη συγκεκριμένη περίοδο.

Ήταν, επομένως, επιτακτική η ανάγκη για μια αποτελεσματική και δυναμική διαδικασία αξιολόγησης των καινοτόμων θεραπειών, με ενεργοποίηση των κρατικών δομών, αλλά και με ουσιαστική συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών.

Μετά από αναμονή δύο ετών, φαίνεται ότι κινούμαστε πλέον με ταχύτερα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς η αρμόδια Επιτροπή Αξιολόγησης και Αποζημίωσης Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης σε συνεργασία με την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης συμπεριέλαβε στη νέα λίστα 60 περίπου νεοεισαχθείσες δραστικές ουσίες. Μεταξύ αυτών είναι δύο καινοτόμες θεραπείες της Roche, οι οποίες αφορούν στον καρκίνο και στην πολλαπλή σκλήρυνση.

Ειδικότερα, η πρώτη αφορά σε μια ανοσοθεραπεία για την αντιμετώπιση του καρκίνου, μια νόσο την οποία αντιμετωπίζουν χιλιάδες ασθενείς και οικογένειες στην Ελλάδα. Με μακρόχρονη παράδοση καινοτομία στον τομέα της ογκολογίας, η Roche υλοποιεί σήμερα ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανάπτυξης ανοσοθεραπειών: μεθόδων, δηλαδή, που ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή, ώστε να επιτεθεί αποτελεσματικότερα στα καρκινικά κύτταρα. Η Roche διερευνά τα πιθανά οφέλη της ανοσοθεραπείας μεμονωμένα, αλλά και σε συνδυασμό με χημειοθεραπείες, στοχευμένες θεραπείες ή άλλες ανοσοθεραπείες. Στόχος είναι η παραγωγή ενός ευρέως φάσματος θεραπευτικών επιλογών, ώστε να παρέχεται στους θεράποντες ιατρούς η δυνατότητα εξατομικευμένης θεραπείας: να υπάρχει δηλαδή, για κάθε ασθενή, ένας συνδυασμός θεραπειών που μπορεί να ενεργοποιήσει το δικό του ανοσοποιητικό σύστημα, και να το στρέψει εναντίον του καρκίνου. Η αποζημίωση της συγκεκριμένης ανοσοθεραπείας συμβάλει, μέσω της μείωσης του κόστους της θεραπευτικής παρέμβασης, στην επιμήκυνση και τη βελτίωση της ζωής των ασθενών με συγκεκριμένες μορφές καρκίνου.

Εξίσου σημαντικά οφέλη μπορούν να προκύψουν, για τους ασθενείς και το σύστημα υγείας, από τη δεύτερη καινοτόμο θεραπεία της Roche, η οποία αφορά στην κατηγορία νοσημάτων του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, που αποτελούν από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας παγκοσμίως. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η Πολλαπλή Σκλήρυνση, μία χρόνια πάθηση από την οποία εκτιμάται ότι πάσχουν περίπου 2.8 εκατομμύρια ασθενείς σε όλο το κόσμο, ενώ αποτελεί την κύρια αιτία μη τραυματικής αναπηρίας σε νεαρούς ενήλικες. 

Παρ’ ότι η συγκεκριμένη ασθένεια δεν είναι ιάσιμη, η πρόγνωσή της έχει εξελιχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, μέσω της έγκαιρης διάγνωσης και της αυξημένης διαθεσιμότητας των νέων θεραπειών που τροποποιούν τη νόσο. Μια από αυτές τις θεραπείες διαθέτει σήμερα η Roche στους ασθενείς στην Ελλάδα: μια θεραπεία που, με έγκαιρη χορήγηση, μπορεί να συμβάλει στη μείωση της δραστηριότητάς της, επιτυγχάνοντας σημαντική μείωση στην εξέλιξη της αναπηρίας μακροχρόνια, και βελτιώνοντας με αυτό το τρόπο την ποιότητα ζωής των ασθενών με Πολλαπλή Σκλήρυνση. 

Η καινοτομία στο χώρο της υγείας αντιμετωπίζεται διεθνώς ως επένδυση στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, μέσα από την αύξηση του προσδόκιμο ζωής και της ποιότητας ζωής των ασθενών, την αύξηση της παραγωγικότητας του πληθυσμού και την αποδοτική χρήση των πόρων. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να υιοθετήσει μια φαρμακευτική πολιτική, η οποία θα αναγνωρίζει την προστιθέμενη αξία της καινοτομίας και θα διασφαλίζει τα οφέλη της για τους πολίτες και το σύστημα υγείας. Σε αυτή την προσπάθεια, η Roche θα συνεχίσει να συμβάλλει υπεύθυνα και ουσιαστικά, συμμετέχοντας στο διάλογο και αξιοποιώντας την εξειδικευμένη τεχνογνωσία ενός παγκόσμιου, πρωτοπόρου στη φαρμακευτική καινοτομία οργανισμού.