Την ερχόμενη Κυριακή, 27 Δεκεμβρίου, ξεκινούν στη Αυστρία οι εμβολιασμοί κατά του νέου κορωνοϊού, αρχικά σε πέντε εθελοντές άνω των 80 ετών, όπως ανακοίνωσε το μεσημέρι ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς, ωστόσο σε αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου της Βιέννης που δημοσιεύεται σήμερα, μόνον το ένα τρίτο των ερωτηθέντων προτίθενται να εμβολιαστούν, ενώ τον περασμένο Μάιο, σε παρόμοια δημοσκόπηση, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 48%.

Ένα άλλο τρίτο των ερωτηθέντων, απαντούν με “δεν ισχύει καθόλου” στο ερώτημα εάν θα εμβολιάζονταν το συντομότερο δυνατό εάν υπάρξει εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, ενώ με “μάλλον αυτό δεν ισχύει” απαντά ένα ποσοστό 14%.

Σύμφωνα με τους υπευθύνους της έρευνας, τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν “ότι οι επιφυλάξεις του αυστριακού πληθυσμού απέναντι στον εμβολιασμό έχουν ενταθεί, παρά το γεγονός της προσέγγισης του χρόνου μίας ρεαλιστικής έγκρισης του νέου εμβολίου”, και ακόμη πως η αυξανόμενη διαθεσιμότητα πληροφοριών για νέα εμβόλια δεν φαίνεται να είχε καμία επίδραση στην ετοιμότητα εμβολιασμού στη σχετική πλειονότητα του πληθυσμού.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, “η αντίληψη του προσωπικού κινδύνου και η αντίληψη της κυβερνητικής πολιτικής” συνδέονται στενά με την προθυμία εμβολιασμού.

Για παράδειγμα, η προθυμία εμβολιασμού μειώνεται με την υπόθεση ότι το ανοσοποιητικό σύστημα κάποιου είναι αρκετά ισχυρό για να αντιμετωπίσει επιτυχώς μια λοίμωξη, με το ποσοστό εκείνων που είναι πεπεισμένοι για κάτι τέτοιο να βρίσκεται στο 20% και στην πλειονότητά τους να είναι ψηφοφόροι του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων της αντιπολίτευσης.

Ένας άλλος σημαντικός ρόλος στο ερώτημα αν κάποιος θα εμβολιαστεί, είναι ο φόβος των παρενεργειών, που δηλώνουν σε ποσοστό 43% οι ερωτηθέντες, “ωστόσο, μία αντιμετώπιση με διαφάνεια και με αμεσότητα των ανησυχιών που αναφέρονται, καθώς και με συμμετοχικά φόρουμ πολιτών, θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο σύστημα εμβολιασμού”, τονίζουν οι συντάκτες της έρευνας.

Από την άλλη πλευρά, η προθυμία επηρεάζεται θετικά από την αντίληψη ότι ο εμβολιασμός προσφέρει προστασία όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους – όπου τα κίνητρα για αυτοπροστασία είναι διπλάσια από εκείνα για την προστασία άλλων.

Τρεις άλλοι παράγοντες που συσχετίζονται θετικά με την προθυμία είναι “η υπόθεση ότι ο εμβολιασμός είναι ασφαλής, η προσδοκία ότι ο εμβολιασμός θα επιτρέψει μια ζωή όπως πριν από την κρίση του κορωνοϊού και το αίσθημα του ότι κανείς είναι καλά ενημερωμένος συνολικά”.

Γενικά, τα ποσοστά στην Αυστρία θα ήταν πολύ χαμηλότερα από τις απαιτήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ο οποίος συνιστά ποσοστό εμβολιασμού 60%- 70% για να επιτευχθεί η ασυλία της κοινότητας, ωστόσο, οι υπεύθυνοι της έρευνας του Πανεπιστημίου της Βιέννης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένας υποχρεωτικός εμβολιασμός ή οικονομικά κίνητρα είναι “αντιπαραγωγικά”.

Κατά την άποψή τους, ένας κεντρικός ρόλος θα μπορούσε, ωστόσο, να παιχτεί από τους οικογενειακούς γιατρούς που έχουν την εμπιστοσύνη των ασθενών τους και οι οποίοι με “κατάλληλη ανταμοιβή από το σύστημα δημόσιας υγείας, μπορούν να αφιερώσουν χρόνο για να μιλήσουν με τους ασθενείς σχετικά με τις ανησυχίες και τους φόβους, και με τον τρόπο αυτό να μπορέσουν να τους απαλλάξουν από αυτά”.