Sponsored Content 


Γράφει ο Σταύρος Γ. Θεοδωράκης*

«Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω…», η φράση που από τα μαθητικά μας χρόνια μας έδειχνε την κατεύθυνση της αέναης προσπάθειας για την αριστεία… Η αριστεία ήταν (και παραμένει) κάτι πολύ βαθύτερο από «…τον καλό βαθμό και τις διακρίσεις…». Ο βαθμός αριστείας προσδιορίζει κύρια πως τοποθετούμαστε ως άτομα απέναντι στην κοινωνία. Τότε ήταν οι συμμαθητές μας, σήμερα όσοι επηρεάζονται με τις αποφάσεις μας. Και στο χώρο της υγείας οι αποφάσεις επηρεάζουν το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας.

Όταν θέλουμε, ακόμα και στην φαρμακευτική πολιτική, μπορούμε να βρίσκουμε λύσεις… Το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της πρότασης για το επενδυτικό Clawback (τη διαχείριση της αυτόματης επιστροφής φαρμακευτικής δαπάνης, στην περίπτωση υπέρβασης του προϋπολογισμένου ποσού). Η επιπλέον δαπάνη φαρμάκου μέσα από σωστή οπτική και ορθολογικό συμψηφισμό παύει να θεωρείται στοιχείο κόστους και λογίζεται ως στοιχείο επενδύσεων που μοχλεύουν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων μερών. Η ενίσχυση – τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του μέτρου – της διεξαγωγής κλινικών μελετών και στην Ελλάδα ήταν γεγονός.

Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή την «προσπάθεια σκέψης» και σε άλλες πτυχές του φαρμάκου, με κυριότερη ίσως την τιμή του. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται ένας ευρύτερος σχεδιασμός, ο οποίος θα μπορούσε να διορθώσει πολλές από τις παραφωνίες οι οποίες ισχύουν σήμερα και λειτουργούν ανασταλτικά σε κάθε θετική προοπτική της αγοράς φαρμάκου. Μια εξ αυτών, η οποία έρχεται ταυτόχρονα και σε αντίθεση με κάθε οικονομική θεωρία, είναι η συνθήκη η οποία εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας. Η Ελλάδα ως χώρα αναφοράς επηρεάζει τιμολογιακά τις πωλήσεις μιας εταιρείας στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς. Την ίδια στιγμή μπορεί να αναπροσαρμόζει τις τιμές των φαρμάκων -αλλά μόνο προς τα κάτω- ακόμα και σε περιπτώσεις που το κόστος παραγωγής αυξάνεται καθιστώντας πλέον ασύμφορη την διατήρησή τους στην αγορά. Αλλά και όταν αυτά παραμένουν, δε σημαίνει αυτομάτως ότι διατίθενται στους ασθενείς καθώς ενδιάμεσοι κρίκοι της εφοδιαστικής αλυσίδας αναζητούν μεγαλύτερη κερδοφορία μέσω του καναλιού των παραλλήλων εξαγωγών. Αν και η Πολιτεία προσπαθεί να προωθήσει την επέκταση των γενοσήμων στοχεύοντας στην μείωση του κόστους της φαρμακευτικής δαπάνης, τελικά καταλήγει για πολλά από αυτά να επιβαρύνεται περισσότερο, μέσα από την εξίσωση της ασφαλιστικής τιμής αποζημίωσης των γενοσήμων με τη λιανική τους τιμή. Παρόμοια αποτελέσματα μπορεί να εμφανισθούν με την αποφυγή διεκδίκησης έκπτωσης για κάθε γενόσημο ή υβριδικό ιδιοσκεύασμα επιπλέον της μετά από διαπραγμάτευσης συμφωνημένης έκπτωσης των πρωτοτύπων ιδιοσκευασμάτων που μπορεί να τα υποκαταστήσουν.

Αναμφίβολα, η αγορά του φαρμάκου εξελίσσεται, ιδιαιτέρως μετά τα «μαθήματα» της πρόσφατης παγκόσμιας υγειονομικής περιπέτειας του Covid-19. Φαίνεται να έχουν ήδη δρομολογηθεί αλλαγές που αφορούν αφενός την πρωτογενή παραγωγή δραστικών ουσιών στην Ευρώπη αφετέρου το ρυθμιστικό πλαίσιο της κυκλοφορίας των ιδιοσκευασμάτων. Στη χρονική αυτή συγκυρία είναι απαραίτητο η ελληνική πολιτεία να αναζητήσει νέες προτάσεις και ιδέες εγκαταλείποντας την αναχρονιστική λογιστική αντιμετώπιση της φαρμακευτικής δαπάνης ως κόστος που εδράζεται σε υπολογισμό απλά και μόνο «…της τιμής επί της ποσότητας…». Αυτό προαπαιτεί την αναθεώρηση της έννοιας του κόστους φαρμάκου, ξεκινώντας από την αντικατάσταση του όρου της «τιμής» με εκείνον της «αξίας». Η τιμή του κάθε ιδιοσκευάσματος δε θα πρέπει να συνδέεται αμιγώς με αυτό, αλλά με το γενικότερο περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται κάθε φορά από το κόστος παραγωγής, τις ανεκπλήρωτες ανάγκες των ασθενών καθώς και τον ανταγωνισμό, ανεξάρτητα αν αυτό οδηγεί σε μειώσεις ή αυξήσεις τιμών.

Όλοι συμφωνούν ότι το πραγματικό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται το κράτος μέσα από το σύνολο των διαδικασιών του, όπως η τιμολόγηση και η διαπραγμάτευση, θα πρέπει να αποτελεί βάση για κάθε νεοεισερχόμενο φάρμακο που μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο ενός ήδη κυκλοφορούντος. Παράλληλα, αυτή η παραδοχή δε θα πρέπει να αποτελεί μηχανισμό καθυστέρησης έγκρισης και άλλοθι για την επιβράδυνση λανσαρισμάτων των σύγχρονων θεραπειών στη χώρα μας. Οι ασθενείς έχουν το δικαίωμα στην πρόσβαση όλων εκείνων των καινοτόμων θεραπειών που θα τους προσφέρουν καλύτερη ποιότητα και παράταση ζωής. Σκοπός, εξάλλου, όλων μας είναι να εξασφαλίζεται το βέλτιστο αποτέλεσμα με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση για κάθε θεραπευτική κατηγορία, υπό συνθήκες όμως ισότητας και υγιούς εμπορικού ανταγωνισμού, ώστε η χώρα μας να μπορεί να εξασφαλίζει για τους πολίτες της ένα βιώσιμο φαρμακευτικό περιβάλλον.

Εάν, όμως, τελικά επιμείνουμε στο «δεν θέλουμε», δίχως διάθεση κινδυνολογίας, σε λίγα χρόνια με την έλευση των νέων θεραπευτικών τεχνολογιών και φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων υψηλής αξίας ίσως φτάσουμε τελικά σε σημείο τέτοιο που «δεν θα μπορούμε»!

*Ο κύριος Σταύρος Γ. Θεοδωράκης είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Chiesi Hellas για την Ελλάδα και την Κύπρο. Είναι κάτοχος πτυχίου Φαρμακευτικής, MSc Marketing & Επικοινωνίας και PhD Ιατρικής. Για το διάστημα 2021-2024 είναι αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ, επικεφαλής της Επιτροπής Τιμολόγησης.