Έχει χαρακτηριστεί ως «σιωπηλός δολοφόνος» και όχι άδικα, αφού δρα αθόρυβα, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός, τουλάχιστον από την πλειονότητα των ασθενών. Ο λόγος για τον σακχαρώδη διαβήτη, από τον οποίο νοσούν σήμερα περισσότεροι από 700.000 Έλληνες, με τις εκτιμήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο να ανεβάζουν τον αριθμό των διαγνωσμένων ασθενών σε περίπου 463 εκατομμύρια μέχρι το 2045.

Η ιδιωτική ασφάλιση ήρθε από πολύ νωρίς αντιμέτωπη με την επίμαχη νόσο και πλέον προσφέρει στους πελάτες της κάλυψη μέσα από συμβόλαια υγείας, υπό προϋποθέσεις που σχετίζονται πρωτίστως με τον χρόνο εκδήλωσής της. Εάν, δηλαδή, ο ασφαλισμένος νόσησε από την ασθένεια μετά την σύναψη του συμβολαίου, τότε αποζημιώνεται όπως σε κάθε άλλη περίπτωση και εφόσον έχει παρέλθει ένα διάστημα, το οποίος συνήθως δεν ξεπερνά τον έναν χρόνο.

Εάν, ωστόσο, είχε εκδηλώσει σακχαρώδη διαβήτη πριν στραφεί στην ιδιωτική ασφάλιση, τότε θα πρέπει να επιλέξει ειδικά προγράμματα, τα οποία προβλέπουν κάλυψη προϋπαρχόντων ασθενειών. «Πρόκειται για μία σοβαρή ασθένεια που, ανεξαρτήτως εάν είναι τύπου 1 ή 2, ρυθμισμένη ή μη, εντάσσεται στις περιπτώσεις ολικής άρνησης ασφάλισης», τονίζουν στο ygeiamou.gr στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς και συνεχίζουν: «Μέσω ειδικών προγραμμάτων, ωστόσο, οι ασθενείς μπορούν να αποκτήσουν κάλυψη σε μία σειρά από έξοδα, όπως αμοιβές ιατρών, διαγνωστικές εξετάσεις και επείγουσα μεταφορά, έως το όριο των 100.000 ευρώ κατ’ έτος».

Ενδεικτικά, πρόγραμμα μεγάλης ασφαλιστικής εταιρίας προσφέρει κάλυψη σε συγκεκριμένα νοσοκομεία και πενταετή αναμονή, ενώ άλλη υποδεικνύει συγκεκριμένο νοσηλευτήριο, με το οποίο συνεργάζεται και μπορεί ο ασφαλισμένος να αποτανθεί, προκειμένου να λάβει την απαιτούμενη φροντίδα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ποσοστό της κάλυψης, τόσο για τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης, όσο και για τις διαγνωστικές εξετάσεις, κυμαίνεται στο 50% για τα πρώτα πέντε έτη ασφάλισης, 40% έως και το 10ο έτος (εφόσον πραγματοποιείται το ετήσιο check up που προβλέπεται για την παρακολούθηση της πάθησης) και 30% από το 10ο ασφαλιστικό έτος και μετά. Απαραίτητη προϋπόθεση τίθεται η συμμετοχή του κύριου ασφαλιστικού φορέα, ενώ σε περίπτωση απώλειας αυτής  (λόγω ανεργίας κ.λπ.) τότε στην ετήσια ανανέωση θα υπάρξει επιβάρυνση στα ασφάλιστρα σε ποσοστό έως και 25%.

«Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνούν οι ασφαλισμένοι είναι να συμπληρώνουν με ειλικρίνεια το ερωτηματολόγιο που τους παρέχει η εκάστοτε εταιρία, χωρίς να αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση της υγείας τους. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύουν αφενός, να μην αποζημιωθούν και αφετέρου, να βρεθούν εκτός ιδιωτικής ασφάλισης. Ό,τι χειρότερο, δηλαδή και δη, όταν καλείσαι να αντιμετωπίσεις τη συγκεκριμένη ασθένεια», καταλήγουν τα παραπάνω στελέχη.