Ολόκληρο το άρθρο της Ιωάννας Παυλοπούλου*:

«Η συμβολή των εμβολίων στη δημόσια υγεία είναι τεράστια και αδιαμφισβήτητη. Χάρη στον εμβολιασμό έχουν εκριζωθεί σοβαρές και δυνητικά θανατηφόρες ασθένειες όπως η ευλογιά, έχουν εξαλειφθεί άλλες όπως η πολιομυελίτιδα και η διφθερίτιδα και έχουν μειωθεί σημαντικά πολλές ακόμα. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα στοιχεία περασμένων δεκαετιών ή να ρωτήσει ηλικιωμένους συγγενείς του για να καταλάβει πόσο έχει ελαττωθεί η παιδική νοσηρότητα και θνησιμότητα μετά την εφαρμογή των παγκόσμιων προγραμμάτων εμβολιασμού ρουτίνας.

Στη σύγχρονη εποχή, όπου οι πολίτες δεν έρχονται αντιμέτωποι με σοβαρά λοιμώδη νοσήματα, ξεχνούν τις επιπλοκές τους και μετατοπίζουν την προσοχή τους σε τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες των εμβολίων, παρόλο που αυτές είναι σπάνιες και συνήθως ήπιες. Αυτό οδηγεί σε αμφισβήτηση της αναγκαιότητας και της αξίας τους και σε μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης, που με τη σειρά της πυροδοτεί τοπικές επιδημίες, ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες. Ενδεικτικά στην Ελλάδα είχαμε τρεις επιδημικές εξάρσεις ιλαράς μεταξύ ανεμβολίαστων ή ατελώς εμβολιασμένων παιδιών, κυρίως Ρομά, και νεαρών ενηλίκων (2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018), όπου σημειώθηκαν δυστυχώς και θάνατοι. Συνήθως, κατά τη διάρκεια των επιδημικών εξάρσεων επικρατεί ο φόβος για τη νόσο, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη συμμόρφωση στον εμβολιασμό και επακόλουθη μείωση κρουσμάτων, στη συνέχεια όμως γίνεται περιοδική αναπαραγωγή του ίδιου φαινομένου. Υπό μια έννοια δηλαδή τα εμβόλια γίνονται «θύματα» της επιτυχίας τους.

Η διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό είναι τόσο παλιά όσο και τα εμβόλια και είναι ως έναν βαθμό αναμενόμενη, αφού αποτελεί ιατρική παρέμβαση με σκοπό την πρόληψη σε υγιή οργανισμό και όχι τη θεραπεία σε ασθενή. Παρά τα υψηλά επίπεδα ασφάλειας των εμβολίων -προϋπόθεση που διασφαλίζεται με ποικίλες και συνεχιζόμενες διαδικασίες-, η διστακτικότητα δυστυχώς αυξάνεται και αφορά παλαιά ή νεότερα εμβόλια. Οποιος διατείνεται ότι κατέχει κάποια μαγική λύση, μάλλον δεν έχει την απαιτούμενη εμπειρία. Η παραπληροφόρηση, που γίνεται πάντα με σκοπιμότητα, «μεταδίδεται» ταχύτατα μέσω του Διαδικτύου και των Μέσων Ενημέρωσης και η έλλειψη παιδείας, που εμποδίζει τους πολίτες να την εντοπίσουν, είναι προφανείς αιτίες που αυξάνουν τον σκεπτικισμό.

Οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε ότι μαζί με την πανδημία του κορωνοϊού αναδείχτηκε και η επιδημία της υπερ-παραπληροφόρησης, αφού φάνηκε ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού επιλέγει να ενημερώνεται μόνο από τα Μέσα Ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης ακόμα και για ζητήματα που αφορούν την υγεία του, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει την αξιοπιστία και εγκυρότητα των πληροφοριών. Ηταν προφητική η ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 2019, που συμπεριέλαβε τη διστακτικότητα στον εμβολιασμό στις δέκα σημαντικότερες απειλές για τη δημόσια υγεία.

Επιπλέον, ο τρόπος που παίρνουμε την απόφαση να εμβολιαστούμε, βασιζόμενοι στο συναίσθημα και όχι σε ορθολογικά κριτήρια, οδηγεί σε υποτίμηση του κινδύνου από τη νόσο και στο να φοβόμαστε περισσότερο τυχόν επιπλοκή από τον εμβολιασμό. Επηρεαζόμαστε από αυτό που κάνουν φίλοι και συγγενείς, από αυτό που περιμένουν οι άλλοι να κάνουμε, από την κουλτούρα και τις πεποιθήσεις μας, εντοπίζουμε αιτιώδη συσχέτιση σε ένα τυχαίο σύμβαμα, επιλέγουμε να βλέπουμε ό,τι πιστεύουμε αντί να πιστεύουμε αυτό που βλέπουμε, προτιμούμε ένα αφήγημα από τα επιστημονικά δεδομένα και δίνουμε μεγαλύτερη σημασία σε μια αρνητική πληροφορία, ιδιαίτερα όταν αυτή παρουσιάζεται με εντυπωσιακό τρόπο.

Αυτό όμως που αναδεικνύεται ολοένα τα τελευταία χρόνια είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος και τους θεσμούς, με αποτέλεσμα ο μη εμβολιασμός να αποτελεί στάση ζωής και ευκαιρία για την έκφραση αντισυστημικότητας και δυσαρέσκειας. Θετικό πάντως είναι ότι αρκετοί εμβολιοσκεπτικιστές δηλώνουν ότι θα άλλαζαν γνώμη αν λάμβαναν σχετική σύσταση από τον γιατρό τους. Για να προσεγγίσουμε αποτελεσματικά τους διστακτικούς και όχι τους αρνητές -οι τελευταίοι δεν θα αλλάξουν γνώμη- χρειάζεται έρευνα, συνεργασία και συνεχής ενημέρωση-εκπαίδευση του κοινού για τα οφέλη των εμβολίων και τη σημασία της δημόσιας υγείας, με κατανοητό τρόπο, σεβασμό και διαφάνεια, χωρίς υπερβολές και αφορισμούς, τα οποία φέρνουν συνήθως το αντίθετο αποτέλεσμα.

Επιπλέον, χρειάζονται κατάλληλα εργαλεία τροποποίησης της συμπεριφοράς, ενδυνάμωση και εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, συμμετοχή στην εμβολιαστική εκστρατεία επιστημονικών, κοινωνικών και θρησκευτικών φορέων και ατόμων επιρροής, εκπαίδευση από το σχολείο για την ορθή αξιολόγηση των πληροφοριών από το Διαδίκτυο και οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Η συνεχής επιτήρηση της παραπληροφόρησης από το Διαδίκτυο δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί κατάλληλη στρατηγική. Στον επίμονο αγώνα αντιμετώπισης της διστακτικότητας απέναντι στον εμβολιασμό, οι υπέρμαχοι των εμβολίων πρέπει να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανατρέποντας με επιχειρήματα τις ανακρίβειες, τη διαστρέβλωση και τα ψεύδη, προς όφελος της δημόσιας υγείας».

* Η Ιωάννα Παυλοπούλου είναι Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Λοιμωξιολόγος ΕΚΠΑ, Μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών

** Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει τη σημασία του εμβολιασμού. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμιά ανάμειξη στην επιλογή