Περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη κύησης έχουν οι γυναίκες που κυοφορούν ένα έμβρυο το οποίο έχει συλληφθεί με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF). Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μελέτη Ελλήνων επιστημόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που πραγματοποιήθηκε σε σχεδόν 2 εκατομμύρια εγκυμοσύνες και παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Βαρκελώνη.

Σε αυτή τη μελέτη ο Δρ. Παναγιώτης Αναγνωστής από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν συστηματικό έλεγχο και μετά-ανάλυση διατομεακών μελετών συγκρίνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη κύησης στις μονές κυήσεις που επιτεύχθηκαν με εξωσωματική γονιμοποίηση, μικρογονιμοποίηση (ICSI) και αυθόρμητη σύλληψη έως τον Ιούλιο του 2019.

Περισσότερα από οκτώ εκατομμύρια βρέφη έχουν γεννηθεί παγκοσμίως μετά το πρώτο «παιδί του σωλήνα» το 1978. Υπολογίζεται πως περισσότερα από μισό εκατομμύριο παιδιά γεννιούνται κάθε χρόνο με τη μέθοδο της μικρογονιμοποίησης, μία διαδικασία κατά την οποία ένα σπερματικό κύτταρο εγχύεται απευθείας σε ένα ωάριο, συγκριτικά με την κλασσική εξωσωματική γονιμοποίηση.

Οι εγκυμοσύνες που επιτυγχάνονται με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σχετίζονται με περισσότερες μαιευτικές και περιγεννητικές επιπλοκές, όπως η προεκλαμψία, οι ανωμαλίες του πλακούντα, οι καισαρικές τομές, οι πρόωρες και οι λιποβαρείς γεννήσεις, συγκριτικά με εγκυμοσύνες που επιτυγχάνονται με φυσική σύλληψη ακόμα και ανάμεσα στις μονές κυήσεις. Αλλά το αν οι τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σχετίζονται με τον διαβήτη κύησης είναι ασαφές και από προηγούμενες μελέτες προέκυψαν αντιφατικά αποτελέσματα.

Η ανάλυση των δεδομένων από 38 μελέτες εξέτασε σχεδόν δύο εκατομμύρια γυναίκες και 163.302 περιπτώσεις διαβήτη κύησης, βρήκε ότι οι γυναίκες που είχαν φέρει στον κόσμο παιδιά μονής κύησης που η σύλληψή τους έγινε με μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ήταν 53% πιο πιθανό να αναπτύξουν διαβήτη κύησης συγκριτικά με τις περιπτώσεις που η σύλληψη έγινε με φυσιολογικό τρόπο.

Περαιτέρω ανάλυση σε 21.606 γυναίκες στις οποίες έγινε αντιστοίχιση με την ηλικία, το ύψος, το βάρος, το κάπνισμα και την εθνότητα έδειξε ότι οι γυναίκες που υποβλήθηκαν σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ήταν 42% πιο πιθανό να αναπτύξουν διαβήτη κύησης συγκριτικά με την αυθόρμητη σύλληψη.

«Η ενδελεχής αξιολόγηση των καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων δείχνουν ότι οι μονές κυήσεις που επιτεύχθηκαν με εξωσωματική γονιμοποίηση σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη κύησης συγκριτικά με τις κυήσεις όπου η σύλληψη έγινε με φυσικό τρόπο. Ο ακριβής μηχανισμός δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος όπως και το αν αυτός ο κίνδυνος οφείλεται στις φαρμακευτικές παρεμβάσεις ή στο καθεστώς υπογονιμότητας των ζευγαριών που υποβάλλονται σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητό και απαιτείται περαιτέρω έρευνα», εξηγεί ο Δρ. Αναγνωστής.

Προσθέτει μάλιστα πως «παρότι ο διαβήτης κύησης αποτελεί ένα σπάνιο επακόλουθο των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι επιπλοκές από δείχνουν ότι οι γυναίκες σε κίνδυνο πρέπει να εντοπίζονται και να παρακολουθούνται, διασφαλίζοντας ότι η διάγνωση θα γίνει έγκαιρα και θα λάβουν την κατάλληλη υποστήριξη και φροντίδα.

Το γεγονός ότι αυτή η μετά-ανάλυση διεξήχθη σε παρατηρητικές μελέτες, δεν μπορούν να εξαχθούν αδιάσειστα συμπεράσματα για το αίτιο και το αποτέλεσμα.