Μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν λιποβαρή παιδιά έχουν οι μητέρες που έπιναν αλκοόλ κατά την κύηση. Αυτό δείχνει νέα μελέτη που πραγματοποίησαν καθηγητές από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κουίνσλαντ και δημοσιεύθηκε στο Development.

Τα επιστημονικά πειράματα σε πειραματόζωα κατέδειξαν ότι το αλκοόλ εμποδίζει την ανάπτυξη όλων των σημαντικών αιμοφόρων αγγείων στον πλακούντα. Αυτές οι επιδράσεις έγιναν εμφανείς από τα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης.

«Πρόκειται για κάτι που έχει επιπτώσεις και στην ανθρώπινη υγεία βοηθώντας να εξηγηθεί, εν μέρει, γιατί παιδιά που εκτίθενται στο αλκοόλ κατά την ενδομήτρια ζωή τους συνήθως γεννιούνται λιποβαρή», δήλωσε η Δρ. Jacinta Kalisch Smith, συγγραφέας της μελέτης.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι τα θηλυκά νεογέννητα πειραματόζωα είχαν επηρεαστεί πολύ περισσότερο από την έκθεση στο αλκοόλ η οποία είχε συσχετιστεί κατά 17% με χαμηλότερο βάρος γέννησης και κατά 32% μειωμένη ανάπτυξη αιμοφόρων αγγείων στον πλακούντα.

Το βάρος κατά τη γέννηση είναι κατά μέσο όρο 3.400 γρ, με το κανονικό εύρος να εκτείνεται από τα 2.500 γρ μέχρι τα 4300 γρ.   Σαν λιποβαρή/μικρόσωμα, θεωρούνται τα παιδιά που έχουν χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση ή/και χαμηλό ύψος σε σύγκριση με τις φυσιολογικές τιμές. Τα μωρά αυτά έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αναπνευστικών διαταραχών, εγκεφαλικής αιμορραγίας, καρδιακών ελαττωμάτων, νόσων των ματιών, μόλυνσης και υπανάπτυξης ήπατος στα πρώτα στάδια της ζωής.

Μεγαλώνοντας κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση, αυτά τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ασθένειες απειλητικές για τη ζωή όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και η υψηλή αρτηριακή πίεση. Έχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο παχυσαρκίας και νοητικής υστέρησης.

Ανάμεσα στις πιο κοινές αιτίες του χαμηλού σωματικού βάρους γέννησης, εκτός από τον πρόωρο τοκετό είναι το σύνδρομο υπολειπόμενης ενδομήτριας ανάπτυξης, όπου το έμβρυο έχει ανεπαρκή ανάπτυξη για την ηλικία κύησης.

H επιβράδυνση της ανάπτυξης του εμβρύου είναι αποτέλεσμα πολλών παθολογικών καταστάσεων που ελαττώνουν τόσο το μέγεθος των κυττάρων και, όταν η βλαπτική επίδραση είναι αρκετά σοβαρή, και τον αριθμό τους.

Γενετικοί παράγοντες, όπως το γονεϊκό βάρος, μπορούν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη του εμβρύου αλλά υπεύθυνος επίσης μπορεί να είναι και ο τρόπος ζωής της μητέρας όπως η πρόσληψη αλκοόλ, το κάπνισμα και χρήση ναρκωτικών.