Η κλιματική αλλαγή προκαλεί αυξημένες και σε ορισμένες περιπτώσεις μη αναστρέψιμες αλλαγές. Στην Ευρώπη η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή προβλέπει αύξηση της συχνότητας και έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων και προειδοποιεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2°C θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον άνθρωπο και το περιβάλλον.

«Σύμφωνα με τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) η κλιματική αλλαγή επηρεάζει με πολλούς τρόπους την υγεία του ανθρώπου, όπως η αύξηση των αναπνευστικών και καρδιαγγειακών νοσημάτων και η μειωμένη νοητική υγεία. Νέα επιστημονικά δεδομένα – από μελέτες σε ανθρώπους και ζωικά μοντέλα – δείχνουν τη βλαβερή επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στην ανδρική και γυναικεία γονιμότητα μειώνοντας τη δυνατότητα σύλληψης», επεσήμανε ο Δρ. Νικόλαος Βραχνής, Αναπληρωτής Καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Αττικόν», Επισκέπτης Καθηγητής Μαιευτικής και Ιατρικής Εμβρύου στο Πανεπιστήμιο St. George’s του Λονδίνου, Πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΑΙΥΑ), κατά τη διάρκεια του 2ου διεθνούς συνεδρίου Eco-Ευ Ζην – «Οικογένεια και Περιβάλλον: Πυλώνες κοινωνικού πολιτισμού. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικογένεια» (15-16 Δεκεμβρίου 2022, Κωνσταντινούπολη/Χάλκη), που συνδιοργάνωσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ΕΕΑΙ).

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), 1 στα 8 ζευγάρια είναι υπογόνιμα, και στο 1 στα 5 δεν θα βρεθεί ποτέ στον ιατρικό έλεγχο η υποκείμενη αιτία. «Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η διατροφή, το κάπνισμα σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την έκθεση σε χημικούς μεταβολίτες, όπως οι ενδοκρινικοί διαταράκτες, έχουν αρνητική επίδραση στην προσπάθεια τεκνοποίησης και στην εγκυμοσύνη», σύμφωνα με τον κ. Βραχνή.

Σημαντικός αριθμός μελετών έχουν δείξει ότι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες (χημικές ουσίες που επηρεάζουν το ορμονικό σύστημα) μπορεί να ευθύνονται για μεταβολές στην αναπαραγωγική υγεία της γυναίκας και του άνδρα. Πρόσφατη μελέτη του Δρ Βραχνή έδειξε ότι η παρουσία των χημικών αυτών ουσιών στο αμνιακό υγρό ειδικά στα πρώτα στάδια της κύησης σχετίζεται με καθυστέρηση της εμβρυϊκής ανάπτυξης.

Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες ειδικά στις γυναίκες – σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες – έχουν πολλαπλές επιπτώσεις, όπως στο χρονοδιάγραμμα έναρξης της εφηβείας, στη γονιμότητα, στην πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια (πρώιμη εμμηνόπαυση), στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου γενικά και στην αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού.

«Μερικές φορές οι επιπτώσεις μιας ουσίας που προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή εμφανίζονται μόνο αφού έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκθεση σε αυτήν. Για παράδειγμα, η ενδομήτρια έκθεση του εμβρύου σε μια ουσία που προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε επιπτώσεις στην υγεία του ως ενήλικα πια και πιθανόν στις επόμενες γενιές», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει σχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα επιπλοκών της κύησης, όπως ο πρόωρος τοκετός και η ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και διαβήτη στην ενήλικη ζωή. Επίσης, η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση στα πρώτα στάδια της ζωής έχει ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση άσθματος στην παιδική ηλικία.

Νεότερα δεδομένα υποστηρίζουν ότι οι ακραίες θερμοκρασίες ως απότοκο της κλιματικής αλλαγής επίσης συσχετίζονται με την προωρότητα, το χαμηλό βάρος γέννησης και τον ενδομήτριο θάνατο. «Παρότι όμως οι παρατηρήσεις αυτές έχουν καταγραφεί, δεν υπάρχει ανάλογο πλαίσιο που να αναγνωρίζει τις εγκύους ως ευάλωτο πληθυσμό στην κλιματική αλλαγή», εξήγησε ο Δρ. Βραχνής.

Η κλιματική αλλαγή αλλά και σύγχρονος τρόπος ζωής έχουν λοιπόν ως αποτέλεσμα ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων χωρών να μειώνεται και να γερνά. Έως το 2050 το μεγαλύτερος μέρος της πληθυσμιακής αύξησης θα προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες. «Η Ευρώπη υφίσταται τα τελευταία χρόνια μια δημογραφική διαίρεση με τον βορρά να εμφανίζει σχετικά υψηλούς δείκτες γονιμότητας, ενώ ο νότος να έχει σημάδια υπογεννητικότητας και γήρανσης», σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Μαιευτικής Γυναικολογίας του ΕΚΠΑ.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα δημογραφικό αδιέξοδο. Η πορεία της ελληνικής γονιμότητας μεταπολεμικά χαρακτηρίζεται από άνθηση με ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο μεταξύ 1960-1980 και από το 1980 και έπειτα κατέρρευσε με αποκορύφωμα το 2011 όταν οι γεννήσεις ήταν λιγότερες από τους θανάτους, για πρώτη φορά από το 1944.

Παράλληλα ενθαρρυντική είναι η συνεχής αύξηση των κύκλων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη την Ευρώπη. «Το σύνολο των γεννήσεων με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή το 2018 ανέρχεται στο 5,1% των γεννήσεων, ενώ το 2019 στο 6,4% των γεννήσεων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, έχουν καταγραφεί 4.290 γεννήσεις το 2018 και 5.521 το 2019», σύμφωνα με τον Δρ. Βραχνή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά μέσο όρο στην Ελλάδα κάθε χρόνο καταγράφονται 85.000 γεννήσεις συνολικά.

Η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΑΙΥΑ) έχει αναλάβει μια σειρά δράσεων τόσο ως προς τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή όσο και ως προς την επίπτωση των διαφόρων τεχνικών στην κλιματική αλλαγή. «Υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης των τεχνικών χαρακτηριστικών αλλά και των υλικών που χρησιμοποιούνται κυρίως στα εμβρυολογικά εργαστήρια ώστε να μειωθούν οι εκπομπές CO2 και να αλλάξει η χημική σύσταση των υλικών που μεταχειρίζονται οι εμβρυολόγοι και τα οποία έρχονται σε επαφή με το γενετικό υλικό και τα έμβρυα που δημιουργούνται, ως αντιστάθμισμα στην υποβάθμιση της αναπαραγωγικής ικανότητας του ανθρώπου λόγω της κλιματικής αλλαγής», κατέληξε ο κ. Νικόλαος Βραχνής.