Οι ηλικιωμένοι που συνηθίζουν να κοιμούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι πιο πιθανό να διαγνωσθούν με καρδιακές παθήσεις ή καρκίνο, υποστηρίζουν οι επιστήμονες σε μια νέα μελέτη τους, η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας στο Τορόντο.

Στη μελέτη, που συμμετείχαν 10.930 άνθρωποι, αναδείχθηκε ότι όσοι από αυτούς ένιωθαν υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας διέτρεχαν 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Ο αντίστοιχος κίνδυνος για τον καρκίνο ήταν διπλάσιος και άνω του διπλάσιου για διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση. Τέλος, ο κίνδυνος αρθρίτιδας ήταν 1,5 φορά μεγαλύτερος.

Η μελέτη εξέτασε την κατάσταση υπερβολικής υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας ακόμα και μετά από επτά ή περισσότερες ώρες ύπνου το βράδυ, η οποία σε προηγούμενες μελέτες έχει συνδεθεί με την άνοια.

«Η προσοχή στην υπνηλία που μπορεί να αισθάνονται οι ηλικιωμένοι μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να προβλέψουν και να αποτρέψουν μελλοντικές ιατρικές καταστάσεις. Καλό θα είναι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι και οι οικογένειές τους να παρατηρούν καλύτερα τις συνήθειες ύπνου τους έτσι ώστε να καταλάβουν ενδεχόμενους κινδύνους για την ανάπτυξη μιας πιο σοβαρής ασθένειας», σημειώνει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο Stanford, Maurice Ohayon.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 34% των συμμετεχόντων ήταν άνω των 65 ετών και πέρασαν από τηλεφωνικές συνεντεύξεις δύο φορές με τρία χρόνια διαφορά. Στην πρώτη και δεύτερη συνέντευξη σχεδόν το 1/4 των ατόμων άνω των 65 πληρούσε τα κριτήρια της υπερβολικής υπνηλίας και από αυτούς οι 4 στους 10 ανέφεραν πως επρόκειτο για χρόνιο πρόβλημα.

Τα ποσοστά των καρδιακών παθήσεων αυξήθηκαν 2,5 φορές μεταξύ των συμμετεχόντων που ανέφεραν και στις δύο συνεντεύξεις υπνηλία μέσα στην ημέρα, ενώ οι περιπτώσεις διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης ήταν 2,3 φορές περισσότερες και οι περιπτώσεις καρκίνου 2 φορές περισσότερες.

Ενδεικτικά, από τους 840 ανθρώπους που ανέφεραν υπνηλία στην πρώτη συνέντευξη, το 6,3% ανέπτυξε διαβήτη και το 2,4 εκδήλωσε καρκίνο, σε σύγκριση με το 2,9% και το 0,8% εκείνων που δεν είχαν νιώσει ποτέ υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Επίσης, τα άτομα που παραπονέθηκαν για την υπνηλία μόνο στη δεύτερη περίπτωση ήταν 50% πιο πιθανό να εκδηλώσουν μυοσκελετικές παθήσεις και ασθένειες του συνδετικού ιστού όπως η αρθρίτιδα, η τενοντίτιδα και ο λύκος.

Σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα παρέμειναν τα ίδια ακόμα και μετά την προσαρμογή σε παράγοντες που μπορεί να προκαλούν υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπως το φύλο και η υπνική άπνοια. Η μελέτη, πάντως, παρουσιάζει κάποιους περιορισμούς, όπως το γεγονός ότι βασίστηκε στις αναμνήσεις των συμμετεχόντων και όχι στην παρακολούθηση της διάρκειας και της ποιότητας του ύπνου και της υπνηλίας σε μια κλινική ύπνου.

Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τα λεγόμενα των ερευνητών, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η κατάσταση υπερβολικής υπνηλίας στους μεγαλύτερους ενήλικες μπορεί να αποτελεί πρώιμο σημάδι ανάπτυξης μιας ιατρικής κατάστασης.