Το αποτύπωμα του κορωνοϊού φαίνεται πως δεν περιορίζεται στα επίμονα συμπτώματα του συνδρόμου μακράς νόσησης (Long Covid) αλλά και στη συμβολή του σε μια μείζονα απειλή για τη δημόσια υγεία, τη μικροβιακή αντοχή.

Η βασική αιτία, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο eClinicalMedicine του Lancet, είναι η υπερ-συνταγογράφηση αντιβιοτικών σε περιόδους έξαρσης της πανδημίας COVID-19, η δράση των οποίων μάλιστα είναι κατά των βακτηρίων ή για την πρόληψη μιας λοίμωξης σε μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις, και όχι ενάντια ιών όπως ο SARS-CoV-2 ή της γρίπης.

«Όταν γίνεται κακή ή αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, δίνονται περισσότερες ευκαιρίες στα βακτήρια να αναπτύξουν και να βελτιώσουν τους μηχανισμούς άμυνας που διαθέτουν […] έτσι ώστε τα αντιβιοτικά να μην δρουν πλέον εναντίον τους. Αυτό καθιστά δυσκολότερη την αντιμετώπιση των λοιμώξεων, καθώς μειώνονται οι επιλογές αντιβιοτικών για τους γιατρούς και αυξάνεται κατά συνέπεια ο κίνδυνος σοβαρής νόσου και θανάτου» αναφέρουν οι Fidelma Fitzpatrick και Deirdre Fitzgerald Hughes από το Τμήμα Κλινικής Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου Ιατρικής και Επιστημών Υγείας RCSI στην Ιρλανδία.

Οι ερευνητές εξέτασαν τις πωλήσεις φαρμάκων σε 71 χώρες σχετικά με τέσσερις ομάδες αντιβιοτικών που συνταγογραφούνται συνήθως σε λοιμώξεις του αναπνευστικού (κεφαλοσπορίνες, πενικιλίνες, μακρολίδες και τετρακυκλίνες) από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάιο του 2022. Συνέλεξαν δεδομένα μηνιαίων πωλήσεων ανά 1.000 άτομα καθώς και στοιχεία από μια ξεχωριστή βάση δεδομένων για λοιμώξεις COVID-19. Για να αναδείξουν συγκριτικές διαφορές, χρησιμοποίησαν στοιχεία για τις παγκόσμιες τάσεις στις πωλήσεις αντιβιοτικών από το 2018.

Τα ευρήματα έδειξαν ότι:

  • οι πωλήσεις αντιβιοτικών μειώθηκαν απότομα τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020, τάση που πιθανότατα εξηγείται από τη μείωση στις λοιμώξεις λόγω των αυστηρών περιοριστικών μέτρων και την αποφυγή από πολλούς ανθρώπους αναζήτησης υγειονομική περίθαλψης,
  • στην πορεία αυξήθηκαν σταδιακά και κυρίως από το 2021 και μετά, εν προκειμένω μάλλον λόγω της αναζωπύρωσης αναπνευστικών λοιμώξεων της COVID-19 από τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων,
  • μέχρι τον Μάιο του 2022, οι πωλήσεις είχαν επανέλθει σε επίπεδα λίγο χαμηλότερα από την προ πανδημίας εποχή,
  • με χρήση στατιστικών μοντέλων, οι ερευνητές διαπίστωσαν συσχέτιση μεταξύ των αυξανόμενων ποσοστών COVID και των υψηλότερων πωλήσεων αντιβιοτικών.

COVID και αντιβιοτικά

Παλαιότερες έρευνες έχουν εντοπίσει στο παρελθόν περιόδους κορύφωσης στην αναποτελεσματική σε ιούς και άρα επικίνδυνη χρήση αντιβιοτικών κυρίως κατά την έξαρση των χειμερινών ιώσεων. Η συνταγογράφηση αντιβιοτικών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι συνήθως ακατάλληλη, εκτός από περιπτώσεις που δεν διακρίνεται εύκολα η ιογενής από τη βακτηριακή λοίμωξη, κυρίως στο στάδιο της πρωτολοίμωξης οπότε πολλοί ασθενείς ξεκινούν αντιβιοτική αγωγή μέχρι να βγουν οι απαντήσεις των εργαστηριακών εξετάσεων.

Η χορήγηση αντιβιοτικών ενδείκνυται έπειτα σε ιογενείς λοιμώξεις των πνευμόνων που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στους αεραγωγούς, μειώνοντας τις φυσιολογικές προστατευτικές ανοσολογικές αντιδράσεις έναντι των βακτηρίων και επιτρέποντάς τους να προσβάλουν τον οργανισμό, με αποτέλεσμα μια δευτερογενή βακτηριακή λοίμωξη.

Στην αρχή της πανδημίας, οι επίσημες οδηγίες για τη συνταγογράφηση αντιβιοτικών σε ασθενείς με COVID-19 διαμορφώθηκαν βάσει της εμπειρίας της γρίπης, η οποία έως ένα 65% σχετίζεται με δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις. Καθώς η πανδημία υποχωρούσε, διαπιστώθηκε ότι τα ποσοστά βακτηριακής συλλοίμωξης στα περιστατικά COVID ήταν κάτω από 10%. Έτσι, κάθε χώρα προχώρησε σε νέες και εξειδικευμένες οδηγίες. (Μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό πρωτόκολλο από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας εδώ).

Παρ’ όλα αυτά, σημειώνουν οι Fitzpatrick και Hughes, η συνταγογράφηση παραμένει σε υψηλά επίπεδα ακόμα και σήμερα.

Διαβάστε επίσης:

Αντίσταση στα αντιβιοτικά: Πλάνο κατά των ανθεκτικών μικροβίων – 8 γρ. φυτικές ίνες αρκούν

Ανθεκτικά μικρόβια: Η απλή κίνηση που φρενάρει την εξάπλωσή τους και σώζει ζωές

Μικροβιακή Αντοχή: Πάνω από 10 εκατομμύρια θάνατοι παγκοσμίως έως τo 2050