Η φυματίωση, μείζον παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας, παρουσιάζει διεθνώς νέα αυξητική τάση κατά την αποδρομή της πανδημίας COVID-19.

Στην Ελλάδα, προ της πανδημίας COVID-19 (2004-2019), με βάση το σύστημα υποχρεωτικής δήλωσης νοσημάτων, δηλώνονταν ετησίως κατά μέσο όρο 570 περιπτώσεις ενεργού φυματίωσης, με υπολογιζόμενη μέση επίπτωση 5,2 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού. Ωστόσο, λόγω της σημαντικής υποδήλωσης, η πραγματική επίπτωση της φυματίωσης στην Ελλάδα υπολογίζεται μεγαλύτερη.

Η διαχρονική τάση στον ετήσιο συνολικό αριθμό κρουσμάτων ενεργού φυματίωσης παραμένει πτωτική στο γενικό πληθυσμό, αλλά σταθερά ανοδική μεταξύ των αλλοδαπών και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (π.χ. διαμένοντες σε δομές φιλοξενίας, ηλικιωμένοι και ασθενείς με ανοσοκαταστολή). Όσον αφορά τον αριθμό των κρουσμάτων σε Έλληνες, η ηλικιακή ομάδα με τον υψηλότερο επιπολασμό είναι αυτή των ατόμων >65 ετών.

«Ειδικά στην αποδρομή της πανδημίας COVID-19, καταγράφεται σημαντική αύξηση των μεταδοτικότερων μορφών φυματίωσης (εκτεταμένη πνευμονική φυματίωση, παρουσία σπηλαίου στους πνεύμονες)», επισημαίνει ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) σε σχετική ανακοίνωση.

Μεταξύ των συνδυασμένων παρεμβάσεων, που απαιτούνται για την ανάσχεση της ανάδυσης της φυματίωσης, η απρόσκοπτη πρόσβαση στην κατάλληλη αντιφυματική αγωγή είναι αναγκαία για τη θεραπεία των πασχόντων και για την πρόληψη της διασποράς της φυματίωσης στην κοινότητα. Σημαντικό ποσοστό ασθενών με ενεργό φυματίωση ξεκινούν αντιφυματική αγωγή, αλλά τη διακόπτουν πριν την ολοκλήρωσή της, με κίνδυνο υποτροπής της μεταδοτικής νόσου και ανάπτυξης αντοχής στα βασικά αντιφυματικά φάρμακα.

«Με γνώμονα την προστασία των ασθενών, αλλά και της δημόσιας υγείας κατά την αποδρομή της πανδημίας COVID-19, στην Ελλάδα, όπως και σε παγκόσμια κλίμακα, απαιτείται η επανασυγκρότηση των δράσεων Δημόσιας Υγείας για την ανάσχεση της φυματίωσης, με πρώτο βήμα τη διασφάλιση της ολοκληρωμένης θεραπευτικής αντιμετώπισης των κρουσμάτων», καταλήγει ο ΕΟΔΥ.