«Βαθιά» το χέρι στην τσέπη εξακολουθούν να βάζουν οι Έλληνες για την περίθαλψη της υγείας τους, αφού στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών δαπανών και του διαρκώς αυξανόμενου κόστους στην υγεία το επωμίζονται απευθείας οι ίδιοι οι πολίτες. Αν και το κόστος που καλύπτεται προσωπικά από τους πολίτες θα μπορούσε να μειωθεί δραστικά μέσα από την ιδιωτική ασφάλιση, μόλις 1,5 εκατομμύριο συμπολιτών μας έχει αναζητήσει «καταφύγιο» στην ιδιωτική ασφάλιση.

Παρά τη διαχρονική δέσμευση της Πολιτείας για ένα πιο ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο σε όσους επιλέγουν να ασφαλιστούν ιδιωτικά, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια. Αποτέλεσμα αυτής της ανυπαρξίας κινήτρων και ελαφρύνσεων είναι, σε σημαντικό βαθμό, και το ασφαλιστικό κενό που τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν για την Ελλάδα, σε αντίθεση με τα άλλα συστήματα υγείας παγκοσμίως.

Πιο αναλυτικά, παγκοσμίως και ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος και οικονομικού επιπέδου, υπάρχουν τρεις βασικές διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης της υγείας:
• ο κρατικός προϋπολογισμός,
• η κοινωνική ασφάλιση και
• οι ιδιωτικές δαπάνες.
Στην τελευταία κατηγορία, εντάσσεται, εκτός από την άμεση, απευθείας από τα νοικοκυριά χρηματοδότηση και η ιδιωτική ασφάλιση.

Τα επίσημα, δημοσιευμένα από το 2011 και εξής, στοιχεία του Συστήματος Λογαριασμών Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτουν ότι οι Έλληνες πληρώνουν… πανάκριβα για την υγεία τους. Ενδεικτικά, για το 2019 επί συνόλου 14,4 δισ. ευρώ δαπανών υγείας στη χώρα, παρά τη θεσμοθετημένη ευρεία και καθολική δημόσια περίθαλψη και κοινωνική ασφάλιση, οι ίδιοι οι πολίτες χρηματοδότησαν το 40%, δηλαδή, σχεδόν έξι δισεκατομμύρια ευρώ (5,7 δισ. ευρώ για την ακρίβεια), με ιδιωτικές πληρωμές (άμεσες και μέσω της ιδιωτικής τους ασφάλισης). Από το ποσό αυτό της συνολικής ιδιωτικής χρηματοδότησης, τα πέντε και πλέον δισ. ευρώ (5.057 εκατ. ευρώ, στα οποία περιλαμβάνονται και άτυπες πληρωμές, τα γνωστά «φακελάκια») εκταμιεύθηκαν άμεσα από τα ίδια τα νοικοκυριά. Μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης πληρώθηκαν μόλις 672 εκατ. ευρώ (δηλαδή, περίπου το 12% της ιδιωτικής χρηματοδότησης και το 4,7% της συνολικής δαπάνης της χώρας).

Σαν ποσοστό η άμεση, κατευθείαν από το πορτοφόλι τους, συμμετοχή των Ελλήνων στη χρηματοδότηση των συνολικών δαπανών υγείας της χώρας μας είναι διπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και αυτό συμβαίνει επειδή ως λαός παραμένουμε στην πραγματικότητα επικίνδυνα ανασφάλιστοι και στην υγεία.

Οι δημογραφικές εξελίξεις δε, με κυριότερη την μακροβιότητα (στην Ευρώπη o αριθμός των ανθρώπων από 80 ετών και πάνω εκτιμάται ότι θα υπερδιπλασιαστεί έως το 2070, ενώ το προσδόκιμο ζωής αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά 7,8 χρόνια), οι αλλαγές στη νοσηρότητα του πληθυσμού (νέες ασθένειες, μεγαλύτερος επιπολασμός σοβαρών ή/και χρόνιων ασθενειών από νεαρότερη ηλικία που αποτέλεσμα έχουν την αύξηση της ζήτησης και χρήσης υπηρεσιών) και οι διαρκώς εξελισσόμενες και ακριβές νέες μέθοδοι διάγνωσης και θεραπείας (ιατρική επιστήμη, τεχνολογία, φαρμακολογία), είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσουν να οδηγούν στην κλιμάκωση των δαπανών υγείας.

Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα για το πώς η εξέλιξη της ιατρικής και της τεχνολογίας βελτιώνουν και παρατείνουν τη διάρκεια της ζωής μας αλλά εκτοξεύουν τις αντίστοιχες δαπάνες. Μέχρι και την δεκαετία του 1970, σε πολλές περιπτώσεις ασθενών με πολύπλοκη συγγενή καρδιοπάθεια δεν ήταν δυνατό να γίνει ακριβής διάγνωση, παρά μόνο μετά τον θάνατό τους. Σήμερα, η διάγνωση είναι δυνατή ακόμα και κατά την ενδομήτριο ζωή, ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατή ακόμη και η διορθωτική εγχείρηση πριν ακόμη γεννηθεί το παιδί. Ανάλογα, το 1958 έγινε για πρώτη φορά τοποθέτηση ηλεκτροδίου στην δεξιά κοιλία για τεχνητή βηματοδότηση. Ο βηματοδότης ήταν τεραστίων διαστάσεων και για να μετακινηθεί ο ασθενής έπρεπε ο βηματοδότης να μετακινείται από το νοσηλευτικό προσωπικό. Η δε απόσταση που μπορούσε να διανύσει ο ασθενής ήταν εκείνη που του επέτρεπε το μήκος του καλωδίου που φόρτιζε τον βηματοδότη από την «πρίζα». Σήμερα, το μέγεθος του βηματοδότη είναι όσο ένα σπιρτόκουτο και για την λειτουργία του δεν χρειάζεται φόρτιση.

Οι σωτήριες, όπως οι παραπάνω, ιατρικές εξελίξεις συνοδεύονται, ωστόσο, και από εξαιρετικά υψηλό κόστος.

«Κλειδί», λοιπόν, για την αντιμετώπιση αυτής της αναπόφευκτα ανοδικής πορείας των δαπανών υγείας είναι η βελτιστοποίηση του μείγματος της χρηματοδότησης.

Σε μία χώρα, άλλωστε, με γηράσκοντα πληθυσμό, υψηλή ανεργία και υψηλή μετανάστευση δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε πως οι εισφορές της εργασίας και ο κρατικός προϋπολογισμός (φορολογικά έσοδα) μπορούν να σηκώσουν άλλο βάρος, τόσο στην υγεία, όσο και στο συνταξιοδοτικό. Οι «περιπέτειες» της προηγούμενης 10ετίας (μνημόνια και οικονομική προσαρμογή), αλλά και της τρέχουσας (πανδημική κρίση) δείχνουν πως η αλλαγή χρηματοδοτικού προτύπου είναι αναγκαία. Χρειαζόμαστε άλλο «μοντέλο διαχείρισης κινδύνου» στο υγειονομικό σύστημα της χώρας, με ενίσχυση του κρατικού τομέα από την ιδιωτική ασφάλιση.